Ενικός
εγώ
κυλάω
ή
κυλώ
κυλάν(ε)
εσύ
κυλάς
κυλάτε
αυτός,-ή, -ό
κυλάει
ή
κυλά
Πληθυντικός
κυλείς
εμείς
κυλάμε
ή
κυλούμε
εσείς
αυτοί, -ές, -ά
ή
κυλούν(ε)
κοιλούμε