Καθαρίζει ρύπους.

Βρωμίζω, λερώνω τη φύση ή κάτι άλλο.

 

Το σπίτι του ήταν βρώμικο.

 

Όταν ρίχνουμε σκουπίδια στη θάλασσα έχουμε...

 

Βρωμιά, λεκές.

 

ρύπος               

ρυπαίνω           

 

απορρυπαντικό
 
ρυπαρό             
ρύπανση